εδέτσι

εδέτσι
(Μ ἐδέτσι και ἐδέτις και ἐδέτσο και ἐδίτις) επίρρ.
έτσι δα, έτσι ακριβώς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εικόνα — η 1. αναπαράσταση πραγματικής ή φανταστικής μορφής με τις πλαστικές ή διακοσμητικές τέχνες (άγαλμα, ανάγλυφο, ζωγραφιά, κέντημα κτλ.), ομοίωμα μορφών και πραγμάτων: Ο προϊστάμενος έχει στο γραφείο του την εικόνα του πρωθυπουργού. 2. αγιογραφία,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”